Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χι
76 εγγραφές [41 - 50]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χινοπωριάτικος -η -ο [xinoporjátikos] Ε5 : (λαϊκότρ.) φθινοπωρινός. χινοπωριάτικα ΕΠIΡΡ.

[χινόπωρ(ο) -ιάτικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χινόπωρο το [xinóporo] Ο41 : (λαϊκότρ.) φθινόπωρο.

[< (φθιν)όπωρο παρετυμ. χύν(ω), επειδή τα φυτά “χύνουν” τα φύλλα τους]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χιονάνθρωπος ο [xonánθropos] Ο20 : ομοίωμα ανθρώπου από χιόνι.

[χιον(ο)- + άνθρωπος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χιονάτος -η -ο [xonátos] Ε3 : πάρα πολύ άσπρος, άσπρος σαν το χιόνι· κάτασπρος: Έχει χιονάτη επιδερμίδα / χιονάτα μαλλιά. Tα σεντόνια έγιναν χιονάτα με το καλό πλύσιμο. || η Xιονάτη, πρόσωπο παραμυθιού.

[μσν. χιονάτος < χιόν(ι) -άτος (Χιονάτη: λόγ. σημδ. γερμ. Schneewittchen ή γαλλ. Blanche-Neige)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χιονένιος -α -ο [xonéos] Ε4 : που τον έχουν φτιάξει από χιόνι.

[χιόν(ι) -ένιος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χιόνι το [xóni] Ο44 : 1.οι κρύσταλλοι που σχηματίζονται από τους παγωμένους υδρατμούς της ατμόσφαιρας και που πέφτουν στη γη ως νιφάδες: Πέφτει πυκνό ~. Tο ~ σκέπασε τις κορυφές των βουνών / την πόλη. Πάγωσε το ~ και γλιστρά. Έλιωσαν τα χιόνια. Tο ~ έφτασε σε ύψος μισού μέτρου. Έχουμε χρόνια να δούμε ~, δεν έχει χιονίσει χρόνια. Ρούχα άσπρα σαν το ~. (έκφρ.) το ΄στρωσε* το ~. ΦΡ μαθημένα τα βουνά απ΄ τα χιόνια, για κπ. που έχει αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες και δεν τον τρομάζει πια ό,τι και αν συμβεί. σαν τα χιόνια!, επιφώνημα έκπληξης για κπ. που τον βλέπουμε ύστερα από πολύν καιρό. || (απειλή) θα τον κάνω να πατήσει μαύρο ~, θα τον κυνηγήσω, δε θα τον αφήσω σε ησυχία. 2. (μτφ.) α. ό,τι μοιάζει με χιόνι στη λευκότητα ή στην καθαρότητα: Θα γεράσεις και θα ΄ρθουν χιόνια στα μαλλιά σου, θα ασπρίσουν. Tο πλυντήριο βγάζει τα ρούχα ~, χιονάτα. β. για κτ. πάρα πολύ κρύο: Tα χέρια / τα πόδια μου είναι ~, πάγος. γ. άσπρα στίγματα στην οθόνη της τηλεόρασης που δημιουργούνται από κακή λήψη και που μοιάζουν με χιόνι: H τηλεόραση κάνει ~. χιονάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[μσν. χιόνι < ελνστ. χιόνιον υποκορ. του αρχ. χιών ἡ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χιονιά η [xoá] Ο24 : 1.χιονιάς. 2. μπάλα από χιόνι: Tα παιδιά παίζουν χιονιές, χιονοπόλεμο.

[χιόν(ι) -ιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χιονιάς ο [xoás] Ο1 : καιρός πολύ κρύος με χιόνι ή που προμηνύει χιόνι: Ο φοβερός ~ παρέλυσε τη ζωή της πόλης. Ο καιρός γύρισε σε χιονιά.

[χιονι(ά) -άς]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χιονίζει [xonízi] Ρ2.1α μππ. χιονισμένος : 1.πέφτει χιόνι: Xιονίζει στα βουνά. Φέτος δε χιόνισε καθόλου στην πόλη μας. || (μππ.) σκεπασμένος από χιόνι: Οι χιονισμένες στέγες των σπιτιών. Tα χιονισμένα βουνά. ΦΡ βρέξει*, χιονίσει. 2. (μτφ. στη μππ.) άσπρος σαν το χιόνι: Γέροντες και γριές με χιονισμένα κεφάλια.

[αρχ. χιονίζει]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χιόνισμα το [xónizma] Ο49 : το αποτέλεσμα του χιονίζω.

[χιονισ- (χιονίζει) -μα]

< Προηγούμενο   1... 3 4 [5] 6 7 8   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες