Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χιλιομετρικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χιλιομετρικός -ή -ό [xiliometrikós] Ε1 : που έχει σχέση με τα χιλιόμετρα: H χιλιομετρική απόσταση των δύο πόλεων. Οι χιλιομετρικοί δείκτες της εθνικής οδού.

[λόγ. < γαλλ. kilométrique < kilomètr(e) = χιλιόμετρ(ον) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες