Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χηνάρι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
χηνάρι το [xinári] Ο44 : μικρή χήνα· χηνάκι.

[μσν. χηνάρι < ελνστ. χηνάριον υποκορ. του αρχ. χήν ὁ, ἡ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες