Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φτιάξιμο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φτιάξιμο το [ftxáksimo] & φτιάσιμο το [ftxásimo] Ο50 : η ενέργεια του φτιάχνω, η κατασκευή, η βελτίωση, η επισκευή, η τακτοποίηση κτλ.: Tο αυτοκίνητο χάλασε και θέλει ~. Tο ~ του δρόμου κόστισε πολλά εκατομμύρια. Tο δωμάτιο θέλει ~, γιατί είναι άνω κάτω.

[φτιαξ- (φτιάχνω), φτιασ- (φτιάνω) -ιμο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go