Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φουρκέτα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φουρκέτα η [furkéta] Ο25 : 1. διχαλωτή καρφίτσα (μεταλλική, κοκάλινη κτλ.) που συγκρατεί τα μαλλιά ή το χτένισμα των γυναικών. 2. (μτφ.) πολύ κλειστή (και επικίνδυνη) στροφή σε δρόμο που κινούνται οχήματα: Ο δρόμος είναι ορεινός με πολλές φουρκέτες.

[βεν. forcheta ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [f] και του [r] )]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go