Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φιρί φιρί
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιρί φιρί [firí firí] επίρρ. : σκόπιμα και επίμονα, κυρίως στη ΦΡ (το) πάω ~, επιδιώκω κτ., οδηγώ, εξωθώ μια κατάσταση κάπου (σε αρνητική κατεύθυνση): ~ (το) πας να πιαστούμε στα χέρια / να μαλώσουμε.

[τουρκ. fιrιl fιrιl ηχομιμ. για εξακολουθητική κυκλική κίνηση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιρίκι το [firíki] Ο44 : ποικιλία μήλων μικρού μεγέθους.

[τουρκ. ferik (elmasι) `μικρό μήλο΄ με υποχωρ. αφομ. [e-i > i-i] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες