Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φιλάρεσκος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλάρεσκος -η -ο [filáreskos] Ε5 : 1. που θέλει και προσπαθεί να αρέσει, να φαίνεται ωραίος: Tα φιλάρεσκα άτομα προσέχουν πολύ την εμφάνισή τους. 2. που χαρακτηρίζεται από φιλαρέσκεια: Φιλάρεσκο χαμόγελο. φιλάρεσκα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. φιλ(ο)- + -άρεσκος κατά το αυτάρεσκος μτφρδ. γερμ. gefallsüchtig]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go