Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φιλάνθρωπος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλάνθρωπος -η -ο [filánθropos] Ε5 : 1. που ενισχύει, που βοηθάει (οικονομικά κυρίως) τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη: Aντιπαθώ τις φιλάνθρωπες κυρίες που επιδεικνύουν τη φιλανθρωπία τους. || (ως ουσ.) ο φιλάνθρωπος. 2. που διακατέχεται από φιλανθρωπία: Φιλάνθρωπα αισθήματα. 3. (σπάν.) που αγαπάει τον άνθρωπο: Ο ~ και φιλεύσπλαχνος Θεός.

[λόγ. < αρχ. φιλάνθρωπος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go