Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φιλ%
153 εγγραφές [131 - 140]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλότιμο το [filótimo] Ο41 : 1. ιδιαίτερη, αυξημένη ευαισθησία, ως στοιχείο του χαρακτήρα κάποιου σε σχέση με την προσωπική τιμή, την αξιοπρέπειά του και γενικότερα με την εικόνα που σχηματίζουν οι άλλοι (η κοινωνία, το περιβάλλον) γι΄ αυτόν: Για ένα ~ ζει ο άνθρωπος. Tου έθιξε το ~, τον πρόσβαλε. H ελληνική λέξη “φιλότιμο” δεν έχει ακριβή μετάφραση στις ξένες γλώσσες. (έκφρ.) φέρνω κπ. στο ~, τον φιλοτιμώ. έρχομαι στο ~, φιλοτιμούμαι. 2. προθυμία, ευσυνειδησία στην εκτέλεση καθήκοντος, εργασίας: Δούλεψαν, εργάστηκαν με ~.

[ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. φιλότιμος (πρβ. ελνστ. τό φιλότιμον `γενναιοδωρία΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλότιμος -η -ο [filótimos] Ε5 : α. που διαθέτει, που επιδεικνύει φιλότιμο. ANT αφιλότιμος: Είναι φιλότιμο και εργατικό παιδί. β. που γίνεται με φιλότιμο: Kατέβαλαν φιλότιμες προσπάθειες. φιλότιμα ΕΠIΡΡ.

[α: αρχ. φιλότιμος `που προσπαθεί, φιλόδοξος΄ (ελνστ. σημ.: `γενναιόδωρος΄)· β: λόγ. < αρχ. φιλότιμος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλοτιμώ [filotimó] -ούμαι Ρ10.9 & -ιέμαι Ρ10.1β : (σπανιότ.) χειρίζομαι κπ. έτσι, ώστε να διεγείρω, να ενεργοποιήσω το φιλότιμό του. || (συνήθ. παθ.) επιδεικνύω ζήλο και προθυμία ή παρακινούμαι από το φιλότιμο να κάνω κτ.: Δε φιλοτιμήθηκε κανείς να με βοηθήσει, ενώ έβλεπαν πως είχα ανάγκη.

[ενεργ. < αρχ. φιλοτιμοῦμαι `αγαπώ τις τιμές, φιλοδοξώ΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλοτομαρισμός ο [filotomarizmós] Ο17 : (μειωτ.) αντίληψη και συμπερι φορά κάποιου, που συνίσταται στην υπερβολική και αποκλειστική φροντί δα για το άτομό του και για την καλοπέρασή του: Ο ~ του δεν τον αφήνει να δει τίποτα πέρα από τη ζωούλα του.

[λόγ. φιλοτομαρ(ιστής) -ισμός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλοτομαριστής ο [filotomaristís] Ο7 θηλ. φιλοτομαρίστρια [filotoma rístria] Ο27 : (μειωτ.) αυτός που επιδεικνύει υπερβολική και αποκλειστική φροντίδα για το άτομό του και για την καλοπέρασή του.

[λόγ. φιλο- + τομάρ(ι) -ιστής· λόγ. φιλοτομαρισ(τής) -τρια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλοτουρκικός -ή -ό [filoturkikós] Ε1 : που υποστηρίζει ή ευνοεί τους Tούρκους· τουρκόφιλος.

[λόγ. φιλο- + τουρκικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλόφρονας [filófronas] για τα άλλα γένη βλ. -ων -ων -ον· Ε (βλ. Ο5) : φιλόφρων.

[λόγ. < αρχ. φιλόφρων, αιτ. -ονα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλοφρόνηση η [filofrónisi] Ο33 : έκφραση (συνήθ. λεκτική) συμπάθειας, επαίνου ή και κολακείας προς κπ.· κοπλιμέντο: Aντάλλαξαν μεταξύ τους φιλοφρονήσεις. Δε σου το λέω ως ~, το εννοώ!

[λόγ. < ελνστ. φιλοφρόνη(σις) `ευγένεια, περιποίηση΄ -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλοφρονητικός -ή -ό [filofronitikós] Ε1 : που γίνεται με διάθεση φιλοφρόνησης, που εκφράζει φιλοφρόνηση: Φιλοφρονητικά λόγια.

[λόγ. < ελνστ. φιλοφρονητικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φιλοφροσύνη η [filofrosíni] Ο30 : φιλική, ευγενική διάθεση και συμπεριφορά προς κπ.

[λόγ. < αρχ. φιλοφροσύνη]

< Προηγούμενο   1... 12 13 [14] 15 16   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες