Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φελάχος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φελάχος ο [feláxos] Ο18 θηλ. φελάχα [feláxa] Ο25 : ιθαγενής αγρότης, χωρικός της Aιγύπτου.

[αραβ. (της Aιγύπτου) fellāh -ος· φελάχ(ος) -α]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες