Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φατνωτός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φατνωτός -ή -ό [fatnotós] Ε1 : 1. που έχει φατνώματα (κοιλώματα): Φατνωτή οροφή. 2. που τον έχουν καλύψει, διακοσμήσει με φατνώματα (πλάκες).

[λόγ. < ελνστ. φατνωτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες