Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- φαντασιόπληκτος -η -ο [fandasiópliktos] Ε5 : που σκέφτεται, που ενεργεί και, γενικά, που ζει με βάση τη φαντασία, χωρίς επαφή με την πραγματικότητα.
[λόγ. επίθ. < ελνστ. επίρρ. φαντασιοπλήκτ(ως) -ος (αναδρ. σχημ.)]



