Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φαλλός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φαλλός ο [falós] Ο17 : 1. ομοίωμα ανδρικού γεννητικού οργάνου από ξύλο, δέρμα ή πηλό, που το περιέφεραν κατά τις βακχικές γιορτές ως σύμβολο γονιμότητας. 2. το ανδρικό γεννητικό όργανο, το πέος. 3. (ανατ.) η αρχική καταβολή των εξωτερικών (γυναικείων και ανδρικών) γεννητικών οργάνων στο έμβρυο.

[λόγ.: 1, 2: αρχ. φαλλός· 3: σημδ. αγγλ. phallus (στη νέα σημ.) < αρχ. φαλλός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες