Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: φακίρ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φακίρης ο [fakíris] Ο11 : 1. ασκητής ινδικής καταγωγής, προικισμένος με εξαιρετικές ικανότητες: Οι φακίρηδες μπορούν να ξαπλώνουν πάνω σε καρφιά χωρίς να πονούν και χωρίς να ματώνουν. 2. θαυματοποιός: Είδαμε ένα φακίρη που κατάπινε σπαθιά.

[αραβ. faqīr (ή μέσω του τουρκ. fakir) -ης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
φακίρικος -η -ο [fakírikos] Ε5 & φακιρικός -ή -ό [fakirikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε φακίρη: Έκανε διάφορα φακιρικά κόλπα || (ως ουσ.) τα φακιρικά, οι υπερφυσικές πράξεις των φακίρηδων, οι ταχυδακτυλουργίες και τα τεχνάσματα των θαυματοποιών: Kατάπινε φλόγες, έτρωγε γυαλιά και εκτελούσε πολλά άλλα φακιρικά.

[φακίρ(ης) -ικος· λόγ. φακίρ(ης) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go