Παράλληλη αναζήτηση
| 5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υφαντός -ή -ό [ifandós] Ε1 : που έχει καταστευαστεί στον αργαλειό: Yφαντή κουβέρτα. || (ως ουσ.) το υφαντό, γενικός χαρακτηρισμός υφάσματος που έχει υφανθεί στον αργαλειό.
[αρχ. ὑφαντός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υφαντουργείο το [ifandurjío] Ο39 : εργοστάσιο ή εργαστήριο κατασκευής υφασμάτων· υφαντήριο.
[λόγ. υφαντουργ(ός) -είον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υφαντουργία η [ifandurjía] Ο25 : 1.η τέχνη του υφαντουργού: Σπούδασε ~. 2. βιομηχανία ή βιοτεχνία κατασκευής υφασμάτων: Ο κλάδος της υφαντουργίας είναι πολύ αναπτυγμένος.
[λόγ. υφαντουργ(ός) -ία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υφαντουργικός -ή -ό [ifandurjikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην υφαντουργία.
[λόγ. υφαντουργ(ία) -ικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υφαντουργός ο [ifandurγós] Ο17 : τεχνίτης υφαντουργίας. || επιχειρηματίας στον οποίο ανήκει υφαντουργία.
[λόγ. < μσν. υφαντουργός < υφαντ(ό) -ουργός]



