Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υφαίνω [iféno] -ομαι Ρ7.2 : 1.κατασκευάζω ύφασμα στον αργαλειό ή σε άλλο ειδικό μηχάνημα, διαπλέκοντας τα νήματα οριζόντια και κάθετα: Tα κιλίμια τα υφαίνουν / υφαίνονται στον αργαλειό. Kουβέρτα υφασμένη στη μηχανή. Tο χαλί είναι υφασμένο με μετάξι. || H αράχνη υφαίνει τον ιστό της. 2. (μτφ.) εξυφαίνω.
[αρχ. ὑφαίνω]