Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- υποπίπτω [ipopípto] Ρ αόρ. υπέπεσα, απαρέμφ. υποπέσει : (λόγ.) πέφτω, συνήθ. στις εκφορές ~ σε σφάλμα, σφάλλω. ~ σε αμάρτημα, αμαρτάνω. ΦΡ υποπίπτει κτ. στην αντίληψή* μου.
[λόγ. < αρχ. ὑποπίπτω `πέφτω κάτω΄ (οι χρήσεις ελνστ.)]