Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: υποκλέπτω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υποκλέπτω [ipoklépto] -ομαι Ρ αόρ. υπέκλεψα, απαρέμφ. υποκλέψει, παθ. αόρ. γ' πρόσ. υπεκλάπη, υπεκλάπησαν, απαρέμφ. υποκλαπεί : με παραπειστικό τρόπο καταφέρνω να αποσπάσω από κπ. κτ.: ~ από κπ. την υπογραφή του, χωρίς να το αντιληφθεί ή χωρίς να έχει σαφή γνώση του περιεχομένου, υπογράφει κτ. το οποίο δεν ήθελε ή δεν είχε σκοπό να υπογράψει. || (με πρόσ. ως αντικ.): Tους υποκλέπτει τα τηλεφωνήματα.

[λόγ. < ελνστ. ὑποκλέπτω `εξαπατώ΄, αρχ. ὑποκλέπτομαι `πέφτω θύμα κλοπής΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go