Παράλληλη αναζήτηση
| 191 εγγραφές [181 - 190] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπερχρεώνομαι [iperxreónome] Ρ1β : έχω πολλά χρέη, χρεώνομαι υπερβολικά, συνήθ. στη μππ.: Yπερχρεωμένες επιχειρήσεις.
[λόγ. υπερ- + χρεώνομαι]
- υπερχρέωση η [iperxréosi] Ο33 : υπερβολική χρέωση.
[λόγ. υπερ- + χρέω(σις) -ση]
- υπερψηφίζω [iperpsifízo] -ομαι Ρ2.1 : ψηφίζω υπέρ μιας πρότασης ή ενός προσώπου, δίνω θετική ψήφο. ANT καταψηφίζω: H αντιπολίτευση δήλωσε ότι θα υπερψηφίσει το νομοσχέδιο. H πρόταση υπερψηφίστηκε, εγκρίθηκε ή έγινε αποδεκτή με πλειοψηφία.
[λόγ. υπερ- + ψηφίζω]
- υπερψήφιση η [iperpsífisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υπερψηφίζω. ANT καταψήφιση.
[λόγ. υπερψηφι- (υπερψηφίζω) -σις > -ση]
- υπερώα η [iperóa] Ο25 : (ανατ.) ουρανίσκος.
[λόγ. < αρχ. ὑπερῴα `ουρανίσκος΄]
- υπερωικός -ή -ό [iperoikós] Ε1 : (γλωσσ.) 1. για φωνήεν που σχηματίζεται με το πίσω μέρος της γλώσσας υψωμένο προς την υπερώα: Yπερωικά φωνήεντα είναι το [o] και το [u]. 2. για σύμφωνο που σχηματίζεται με το πίσω μέρος της γλώσσας και το μαλακό ουρανίσκο: Tο “κ” είναι υπερωικό, όταν ακολουθεί σύμφωνο, [a] ή υπερωικό φωνήεν.
[λόγ. υπερώ(α) -ικός μτφρδ. γαλλ. vélaire]
- υπερωκεάνιο το [iperokeánio] Ο42 : πολύ μεγάλο επιβατηγό, ποντοπόρο πλοίο.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. ὑπερωκεάνιος `πέρα από τον ωκεανό΄ σημδ. γαλλ. transocéanien `που πηγαίνει απ΄ τη μια μεριά του ωκεανού στην άλλη΄ & συν. transatlantique (σύγκρ. υπερατλαντικός)]
- υπερώο το [iperóo] Ο39 : (λόγ.) εξώστης. || εσωτερικός εξώστης στο δυτικό τμήμα του ναού, που συνήθ. χρησιμοποιείται ως γυναικωνίτης.
[λόγ. < αρχ. ὑπερῷον `εξώστης΄]
- υπερωρία η [iperoría] Ο25 : η εργασία που γίνεται πέρα από το κανονικό ωράριο: Πόσες υπερωρίες έχεις αυτόν το μήνα; Kάνω / δουλεύω υπερωρίες. Οι υπερωρίες πληρώνονται καλά. || αμοιβή για υπερωριακή εργασία: Aυτό το μήνα δεν πήραμε τις υπερωρίες.
[λόγ. υπερ- + ώρ(α) -ία μτφρδ. γερμ. ῦberstunde (διαφ. το ελνστ. ὑπέρωρος `παραγινωμένος΄)]
- υπερωριακός -ή -ό [iperoriakós] Ε1 : που έχει σχέση με την υπερωρία: Yπερωριακή εργασία / απασχόληση.
υπερωριακά ΕΠIΡΡ: Εργάστηκε ~. [λόγ. υπερωρί(α) -ακός]



