Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπεραγαπώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
υπεραγαπώ [iperaγapó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : αγαπώ κπ. ή κτ. πάρα πολύ: Tον υπεραγαπούσε τον πατέρα του.

[λόγ. < αρχ. ὑπεραγαπῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες