Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τυχάρπαστος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τυχάρπαστος -η -ο [tixárpastos] Ε5 : για άνθρωπο ασήμαντο που με τη βοήθεια τυχαίων περιστατικών, από την αφάνεια που βρισκόταν, ανέβηκε σε μεγάλα αξιώματα. || (ως ουσ.) ο τυχάρπαστος, θηλ. τυχάρπαστη.

[λόγ. τύχ(η) + αρχ. ἁρπασ- (ἁρπάζω) -τος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες