Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τυχάρπαστος -η -ο [tixárpastos] Ε5 : για άνθρωπο ασήμαντο που με τη βοήθεια τυχαίων περιστατικών, από την αφάνεια που βρισκόταν, ανέβηκε σε μεγάλα αξιώματα. || (ως ουσ.) ο τυχάρπαστος, θηλ. τυχάρπαστη.
[λόγ. τύχ(η) + αρχ. ἁρπασ- (ἁρπάζω) -τος]



