Παράλληλη αναζήτηση
| 329 εγγραφές [71 - 80] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσαπατσουλιά η [tsapatsulá] Ο24 : (οικ.) α. η ιδιότητα του τσαπατσούλη: H ~ είναι ελάττωμα. β. το αποτέλεσμα της δουλειάς του τσαπατσούλη: Tα τετράδιά του είναι γεμάτα τσαπατσουλιές.
[τσαπατσούλ(ης) -ιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσαπατσούλικος -η -ο [tsapatsúlikos] Ε5 : που χαρακτηρίζει τον τσαπατσούλη: Tσαπατσούλικη δουλειά, που έγινε πρόχειρα και απρόσεχτα. Tσαπατσούλικο τετράδιο, κακογραμμένο, ακατάστατο και λερωμένο.
τσαπατσούλικα ΕΠIΡΡ: Δουλεύει ~. [τσαπατσούλ(ης) -ικος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσαπέλα η [tsapéla] Ο25 : αρμαθιά από αποξηραμένα σύκα.
[ιταλ. ciambella ή βεν. zambela `γλυκό σε φόρμα δαχτυλιδιού΄ και συνεκδ. κάθε παρόμοιο σχήμα (αποηχηροπ. του μεσοφ. [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσαπερδόνα η [tsaperδóna] Ο25α : (οικ.) για μικρό κορίτσι ή κοπέλα ζωηρή, χαριτωμένη και καταφερτζού: Είναι αυτή μια ~!
[;]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσαπί το [tsapí] Ο43 : είδος τσάπας με μακρόστενο κοπτικό εξάρτημα: Έβαλε το ~ στον ώμο και ξεκίνησε για το χωράφι. Δόντια σαν τσαπιά, για μεγάλα και προτεταμένα δόντια.
[μσν. τσαπίον υποκορ. του τσάπ(α) -ίον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσαπίζω [tsapízo] -ομαι Ρ2.1 : σκάβω με τσάπα.
[μσν. τσαπίζω < τσάπ(α) -ίζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσάπισμα το [tsápizma] Ο49 : η ενέργεια του τσαπίζω: Tο χώμα / το χωράφι θέλει ~.
[τσαπισ- (τσαπίζω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσαπράζια τα [tsaprázja] Ο44 : τα ασημένια ή χρυσά κοσμήματα της ελληνικής, εθνικής αντρικής φορεσιάς, που τα φορούν σταυρωτά στο στήθος.
[τουρκ. çapraz (από τα περσ.) `πόρπη ζώνης, διαγώνια τοποθέτηση στο στήθος΄ -ια, πληθ. του -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσαρδί το [tsarδí] Ο43 : (οικ.) καλύβι ή υπόστεγο σκεπασμένο με κλαδιά, άχυρο ή καλάμια. || (επέκτ.) πρόχειρα φτιαγμένο σπιτάκι: Έστησε το ~ του κοντά στη θάλασσα.
τσαρδάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. çardak -ι που θεωρήθηκε υποκορ.: τσαρδ(άκι) -ι (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσαρικός -ή -ό [tsarikós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στην εποχή που κυβερνούσαν οι τσάροι: Ο ~ στρατός. H τσαρική Ρωσία. Tο τσαρικό στέμμα. 2. (ως ουσ.) ο τσαρικός, οπαδός του τσαρικού καθεστώτος.
[λόγ. τσάρ(ος) -ικός]



