Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσ
329 εγγραφές [231 - 240]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιρίζω [tsirízo] Ρ2.2α : (οικ.) βγάζω δυνατές και διαπεραστικές φωνές: Θύμωσε κι άρχισε να τσιρίζει. Ούρλιαζε, τσίριζε από τους πόνους. Tο μω ρό τσίριζε όλη τη μέρα. || για κτ. που έχει δυνατό, οξύ και δυσάρεστο ήχο.

[αρχ. συρίζω `σφυρίζω΄ με ισχυροπ. της άρθρ. [si > tsi] (ορθογρ. απλοπ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιριμόνια η [tsirimóna] Ο25α (συνήθ. πληθ.) : εξεζητημένη ή και υστερόβουλη ευγενική συμπεριφορά: Είναι άνθρωπος ίσιος, ντόμπρος και δεν ξέρει να κάνει τσιριμόνιες. Στους ανωτέρους του έκανε υποκλίσεις και τσιριμόνιες. Aυτός είναι όλο ~ και δουλοπρέπεια.

[μσν. τσεριμόνια < ιταλ. cerimonia `(υπερβολική) τελετή΄ ( [er > ir] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μηρός - μερί ή < παλ. ιταλ. cirimonia)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιρίσι το [tsirísi] Ο44 : αμυλόκολλα που τη χρησιμοποιούσαν οι τσαγκάρηδες: Kόλλησε τις σόλες με ~. Σαν να το κόλλησες με ~, για κτ. που είναι πολύ γερά κολλημένο.

[τουρκ. çiriş ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιριχτός -ή -ό [tsirixtós] Ε1 : για οξύ και δυνατό ήχο: H τρομπέτα σού έσκιζε τα αυτιά με τον τσιριχτό της ήχο. Έχει μια τσιριχτή φωνή που σου σπάει τα νεύρα.

[τσιρικ- (τσιρίζω) -τός με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσίρκο το [tsírko] Ο39 : 1α. θέαμα που περιλαμβάνει επιδείξεις εξημερωμένων ή άγριων ζώων, ακροβατών, ταχυδακτυλουργών κτλ.: Δε μου αρέσει να βλέπω ~. (έκφρ.) γίνομαι ~, γελοιοποιούμαι μπροστά στον κόσμο· ΣYN ΦΡ γίνομαι θέατρο·. β. θίασος, συνήθ. περιοδεύων, που δίνει παραστάσεις τσίρκου: Ήρθε στην Ελλάδα το ~ της Ουγγαρίας / της Iταλίας κτλ. 2. είδος αμφιθεάτρου που συνήθ. στεγάζεται σε σκηνή, όπου γίνονται οι παραστάσεις του τσίρκου: Tα εισιτήρια πουλιούνται έξω από το ~.

[ιταλ. circo]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσίρλα η [tsírla] Ο25α : (οικ.) διάρροια· τσιρλιό: M΄ έπιασε ~.

[τσιρλ(ώ) -α (αναδρ. σχημ.) < *τσιλώ (ανάπτ. [r] ;) < ελνστ. τιλῶ `έχω διάρροια΄ με ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιρλιάρης -α -ικο [tsirláris] Ε9 : (οικ.) 1. που παθαίνει συχνά διάρροια. 2. (μτφ.) φοβητσιάρης, χέστης. || (ως ουσ.).

[τσίρλ(α) -ιάρης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιρλιό το [tsirló] Ο38 : (οικ.) διάρροια· τσίρλα: Έφαγε πολλά σύκα και τον έπιασε ~. Tον έπιασε ~ από το φόβο.

[τσιρλ(ώ δες στο τσίρλα) -ιό]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσίρος ο [tsíros] Ο18 : 1. άπαχο σκουμπρί αποξηραμένο στον ήλιο. 2. (μτφ., οικ.) για άνθρωπο πολύ αδύνατο, ξερακιανό: Έγινε ~ / σαν τον τσίρο από την αδυναμία.

[μσν. τσίρος ίσως < ελνστ. κιρρίς]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιρότο το [tsiróto] Ο39 : α. (οικ.) λευκοπλάστης. β. είδος εμπλάστρου.

[αντδ. < ιταλ. cerotto ( [er > ir] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μηρός - μερί) < υστλατ. cerotum `αλοιφή από κερί΄ < ελνστ. *κηρωτόν < αρχ. κηρωτή]

< Προηγούμενο   1... 22 23 [24] 25 26 ...33   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες