Παράλληλη αναζήτηση
| 329 εγγραφές [281 - 290] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσοπάνης ο [tsopánis] & τσομπάνης ο [tsobánis] Ο11 & τσοπάνος ο [tso pános] & τσομπάνος ο [tsobános] Ο18 πληθ. και τσοπαναραίοι και τσομπαναραίοι θηλ. τσοπάνισσα [tsopánisa] & τσομπάνισσα [tsobánisa] Ο27 : α. (οικ.) αυτός που φυλάει τα πρόβατα και τα γίδια όταν βόσκουν και γενικότερα, αυτός που ασχολείται με την εκτροφή τους· βοσκός: H κάπα / η γκλίτσα / η καλύβα του τσοπάνη. Οι τσοπαναραίοι κατεβαίνουν στα χειμαδιά. β. (μειωτ.) για άνθρωπο αγροίκο, άξεστο.
τσοπανάκος ο YΠΟKΟΡ. [τουρκ. çoban -ης, -ος και αποηχηροπ. του μεσοφ. [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.· τσοπάν(ης), τσομπάν(ης) -ισσα· τσοπάν(ος) -άκος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσοπανοπούλα η [tsopanopúla] & τσομπανοπούλα η [tsobanopúla] Ο25α : α. μικρή τσοπάνισσα. β. η κόρη του τσοπάνη.
[τσοπάν(ος), τσομπάν(ος) -οπούλα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσοπανόπουλο το [tsopanópulo] & τσομπανόπουλο το [tsobanópulo] Ο41 : α. μικρός τσοπάνης· τσοπανάκος. β. ο γιος του τσοπάνη. γ. (πληθ.) μικροί τσοπάνηδες ή παιδιά τσοπάνη, ανεξαρτήτως φύλου.
[τσοπάν(ος), τσομπάν(ος) -όπουλο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσοπανόσκυλο το [tsopanóskilo] & τσομπανόσκυλο το [tsobanóskilo] Ο41 : μεγαλόσωμος σκύλος που τον χρησιμοποιούν οι τσοπάνηδες για να φυλάει κοπάδια από πρόβατα και γίδια· μαντρόσκυλο1α.
[τσοπάν(ος), τσομπάν(ος) -ο- + σκυλ(ί) -ο]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσόπερ το [tsóper] Ο (άκλ.) : είδος μοτοσικλέτας με υπερυψωμένο τιμόνι.
τσοπεράκι το YΠΟKΟΡ. [αγγλ. chopper]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσοπεράς ο [tsoperás] Ο1 : (λαϊκ.) οδηγός τσόπερ.
[τσόπερ -άς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσορβάς ο [tsorvás] Ο1 : 1. είδος πηχτής σούπας κυρίως με ρύζι. || (επέκτ.) για φαγητό που έπηξε κατά λάθος και έγινε άνοστο. 2. (μτφ., λαϊκ.) για κατάσταση: α. χλιαρή, χωρίς ενδιαφέρον. β. μπερδεμένη· ανακατωσούρα.
[τουρκ. çorba -ς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσότρα η [tsótra] Ο25α : (λαϊκότρ.) ξύλινο δοχείο, με πλατιά βάση που στενεύει προς τα πάνω, που το χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν και να πίνουν κρασί ή νερό.
[αντδ. < τουρκ. çotra, çotura < ιταλ. ciotola < συμφυρ. λατ. cyathus < αρχ. κύαθος & λατ. cotyla < αρχ. κοτύλη]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσουβαλάτα [tsuvaláta] επίρρ. : μόνο στη ΦΡ χύμα* και ~.
[τσουβάλ(ι) επίρρ. -άτα (< -άτος)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσουβάλι το [tsuváli] Ο44 : 1α. μεγάλη θήκη μακρόστενη, ανοιχτή στο επά νω μέρος, από ειδικό χοντρό ύφασμα με αραιή ύφανση: ~ για κάρβουνα / για κρεμμύδια. || σακί: Ένα ~ με ζάχαρη / με αλεύρι. β1. αραιό και κακής ποιότητας ύφασμα. β2. φαρδύ και άχαρο ρούχο. 2. ποσότητα που χωράει σε ένα τσουβάλι: Aγόρασα ένα ~ πατάτες. ΦΡ με το ~, για κτ. που γίνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό ή που είναι άφθονο: Λέει ψέματα / βγάζει λεφτά / δίνει υποσχέσεις με το ~. βάζω στο ίδιο ~, αντιμετωπίζω κάποιους με τον ίδιο, αρνητικό κυρίως, τρόπο.
τσουβαλάκι το YΠΟKΟΡ. [τουρκ. çuval (από τα περσ.) -ι]



