Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσ
329 εγγραφές [241 - 250]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσίσια τα [tsísxa] & τσίσα τα [tsísa] Ο44α : (παιδ., οικ.) α. ούρα: Έβρεξε το κρεβάτι με ~. Tο δωμάτιο μυρίζει ~. || Kάνω ~, ουρώ: Έκανε ~ επάνω του. Θέλει (να κάνει) ~. Έμαθε να λέει τα ~ του, να λέει ότι θέλει να ουρήσει. β. ούρηση: Πάει για ~. (παιδ.) τσισάκια τα YΠΟKΟΡ.

[τσις λ. νηπιακή (σύγκρ. τουρκ. çiş, ίδ. σημ.), πληθ. κατά τα κακά· αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων., σύγκρ. διακόσια > διακόσα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσίτα η [tsíta] Ο25 (χωρίς πληθ.) : 1. (προφ.) σε εκφράσεις (είμαι) στην ~, βρίσκομαι σε κατάσταση διαρκούς έντασης, εγρήγορσης, ετοιμότητας για δράση. έχω κπ. στην ~, τον υποχρεώνω να βρίσκεται σε κατάσταση διαρκούς έντασης, εγρήγορσης, ετοιμότητας για δράση: Tο αφεντικό τούς έχει όλους στην ~. 2. (ως επίρρ.) τσιτωτά, τεντωτά: Tα σεντόνια είναι ~ στο κρεβάτι. || ~ ~, για κτ. πολύ στενό, που φτάνει μόλις και μετά βίας: H μπλούζα μού έρχεται ~ ~.

[ίσως τσιτ(ώνω) -α (αναδρ. σχημ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιτακισμός ο [tsitakizmós] Ο17 : (γλωσσ.) η προφορά του [k] ως [ts] και του [g] ως [dz] όταν ακολουθεί [e] ή [i], π.χ. κυλώ > *τσυλώ (από όπου το τσουλώ).

[λόγ. < τσι κατά το ητακισμός με ανάλυση η-τακισμός : τσι-τακισμός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιτάτο το [tsitáto] Ο39 : απόσπασμα από το έργο συγγραφέα ή άλλης γνωστής προσωπικότητας, που το αναφέρει κάποιος για να στηρίξει τις απόψεις του, συνήθ. ειρωνικά ή επικριτικά: Mιλάει με τσιτάτα, με συνεχείς αναφορές σε κείμενα, κυρίως πολιτικά.

[λόγ. < γερμ. Zitat -ον < λατ. citare (μππ. citatus) `ανακαλώ γρήγορα΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσίτι το [tsíti] Ο44 : φτηνό βαμβακερό, εμπριμέ ύφασμα. || (επέκτ.) φόρεμα από τσίτι : Δεν έχει ούτε ένα ~ να φορέσει. τσιτάκι το YΠΟKΟΡ συνήθ. για να υπογραμμίσουμε τη φτηνή ποιότητα του υφάσματος. || (επέκτ.) φόρεμα από τσίτι: Φορούσε ένα απλό, νόστιμο ~.

[τουρκ. çit (από τα περσ.) ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσίτινος -η -ο [tsítinos] Ε5 : που είναι φτιαγμένος από τσίτι: Tσίτινη ρόμπα. Tσίτινο φουστανάκι.

[τσίτ(ι) -ινος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσίτσα η [tsítsa] Ο25α : (λαϊκότρ.) ξύλινο, στρογγυλό δοχείο, με επίπεδες πλευρές, που το χρησιμοποιούσαν για να μεταφέρουν και να πίνουν κρασί.

[ίσως σλαβ. tsitsa (πρβ. βουλγ. tsitsa, tsitska `μαστός, ρώγα΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιτσερόνε ο [tsitseróne] Ο (άκλ.) : (παρωχ., ειρ.) ξεναγός ή διερμηνέας.

[λόγ. < ιταλ. cicerone `ευφραδής, οδηγός τουριστών΄ < ανθρωπων. Cicerone, ιταλ. όν. του αρχαίου ρήτορα Cicero]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιτσί το [tsitsí] Ο43 : (παιδ.) κρέας.

[λ. νηπιακή (πρβ. ιταλ. ciccia, cicci ίδ. σημ., αρχ. τιτθός `μαστός΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσιτσίδι [tsitsíδi] επίρρ. τροπ. : (οικ.) χωρίς ρούχα, με εντελώς γυμνό σώμα: Έμειναν γυμνοί ~. Γυρίζει ~, όπως τη γέννησε η μάνα της.

[τσιτσ(ί) -ίδι]

< Προηγούμενο   1... 23 24 [25] 26 27 ...33   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες