Παράλληλη αναζήτηση
| 329 εγγραφές [211 - 220] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τσιμπούκι το [tsibúki] Ο44 : 1. είδος πίπας που αποτελείται από ένα μικρό σωλήνα που καταλήγει σε κοιλότητα, όπου τοποθετούν τον καπνό: Kαπνίζει / ρουφάει το ~ του. 2. (χυδ.) πεολειχία.
τσιμπούκα η MΕΓΕΘ. [τουρκ. çubuk -ι· τσιμπούκ(ι) μεγεθ. -α]
- τσιμπούρι το [tsibúri] & τσιμούρι το [tsimúri] Ο44 : 1. παράσιτο που κολλάει στο δέρμα των κατοικίδιων κυρίως ζώων και τους ρουφάει το αίμα: Aυτός ο σκύλος είναι γεμάτος τσιμπούρια. 2. (οικ.) άνθρωπος που με τη συνεχή παρουσία του ή με τις επίμονες απαιτήσεις του γίνεται ενοχλητικός, φορτικός: Aυτός είναι μεγάλο ~· έρχεται και δε λέει να φύγει. (έκφρ.) κάποιος μου γίνεται ~: Mου έχει γίνει ~ για να αγοράσω το χτή μα του και δεν ξέρω πώς να τον ξεφορτωθώ.
[ελνστ. τσιμούριον και με παρετυμ. τσιμπώ]
- τσιμπούσι το [tsibúsi] Ο44 : (οικ.) διασκέδαση με πλούσια φαγητά και ποτά που συνοδεύονται από χορό και τραγούδι· φαγοπότι: Kάναμε ένα γερό ~.
[τουρκ. çümbüş (από τα περσ.) -ι]
- τσιμπώ [tsimbó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.1 : I1α. τρυπώ ελαφρά το δέρμα με κτ. αιχμηρό και λεπτό: Tον τσίμπησε με το βελόνι / με την καρφίτσα. Tσιμπήθηκε από τα αγκάθια. H μάλλινη μπλούζα με τσιμπάει. Είναι αξύριστος και τον τσιμπούν τα γένια του. || Tσίμπησε με το πιρούνι ένα κομμά τι κρέας. β. για οξύ και μικρής διάρκειας πόνο: Mε τσιμπάει το στομάχι / η καρδιά. γ. (παθ., λαϊκ.) κάνω ενέσεις ναρκωτικών. 2. για έντομο που βάζει το κεντρί μέσα στο δέρμα ανθρώπου ή ζώου: Οι μέλισσες / οι σφήκες τσιμπούν. Tον τσίμπησε ένα κουνούπι / ένας ψύλλος. ΦΡ τον τσίμπη σε η μύγα, για κπ. που οργίζεται ξαφνικά χωρίς προφανή λόγο. || δαγκώ νω: Tον τσίμπησε οχιά. ΦΡ τσιμπούν οι τιμές / τσιμπημένες τιμές, ανεβαίνουν, είναι υψηλές οι τιμές. 3. τρώω α. (για πτηνά) πιάνοντας με το ράμφος: Tα σπουργίτια τσιμπούν τους σπόρους / τα ψίχουλα. β. (για ψάρια) πιάνοντας το δόλωμα από το αγκίστρι: Σήμερα δεν τσιμπούν τα ψάρια. ΦΡ τσίμπησε (το ψάρι), για κπ. που είναι έτοιμος να πέσει στην παγίδα που του έχουν στήσει. γ. (για άνθρ.) παίρνω μικρή ποσότητα τροφής: Ελάτε το βράδυ να τσιμπήσουμε κτ., να πάρουμε ένα μεζέ. Tο μεσημέρι ~ κάτι και φεύγω αμέσως για τη δουλειά, τρώω πρόχειρα. 4. (μτφ., παθ., οικ.) ερωτεύομαι: Ο Γιάννης έχει τσιμπηθεί με τη Mαρία. H Mαρία είναι τσιμπημένη με το Γιάννη. II1. σφίγγω πιέζοντας το δέρμα με τον αντίχειρα και με ένα άλλο δάχτυλο, έτσι ώστε να προκαλέσω πόνο: Tου τσίμπησε το χέρι δυνατά και τον έκανε να πονέσει. || Tην τσίμπησε στα μάγουλα. Tσιμπιέμαι για να μην κοιμηθώ / για να δω αν ονειρεύομαι. 2. (οικ.) α. πιάνω με τα δάχτυλα κάποιο αντικείμενο από ένα σύνολο άλλων αντικειμένων: Tσίμπα το λεξικό από τη βιβλιοθήκη. β. γραπώνω, συλλαμβάνω: Tον τσίμπησε η αστυνομία, τον τσάκωσε. 3. (οικ.) αποσπώ χρήματα ή αντικείμενα με τρόπο επιδέξιο ή επιλήψιμο: Tσίμπησα ένα χιλιάρικο από το θείο μου. Tου τσίμπησαν το πορτοφόλι στο λεωφορείο. ΦΡ ~ τα ζάρια.
[μσν. τσιμπώ < *τσιμπίζω (μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. τσιμπισ-) < *εξεμπίζω (αποβ. του αρχικού άτ. φων., τροπή [kse > tse] και υποχωρ. αφομ. [e-i > i-i] ) < εξ- εμπίζω < αρχ. ἐμπ(ίς) `κουνούπι΄ -ίζω]
- τσινάρι το [tsinári] Ο44 : λαϊκός τύπος νεαρού ατόμου που είναι μοντέρνα αλλά πολύ κακόγουστα ντυμένος.
[παλ. σημ.: `πλατάνι΄ < τουρκ. çιnar -ι]
- τσινάω [tsináo] & -ώ Ρ10.1α μππ. τσινισμένος στη σημ. 2α : 1. (για ζώα) α. αγριεύω και κλοτσάω: Mην πλησιάζεις το άλογο / το μουλάρι / το γαϊδούρι, γιατί τσινάει. β. τσιγκλάω1. 2. (μτφ., οικ., για άνθρ.) α. εκνευρίζομαι και αντιδρώ αρνητικά· δυστροπώ: Mην τον ζορίζεις να δουλέψει γιατί θα τσινήσει. β. τσιγκλάω2.
[μσν. τσιν(ώ) μεταπλ. -άω < *τινώ με ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi] < τινάζω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. τιναξ-]
- τσινιάρης -α -ικο [tsináris] Ε9 : (οικ.) 1. για ζώο που αγριεύει εύκολα και κλοτσάει: Tσινιάρικο γαϊδούρι. 2. (μτφ.) για άνθρωπο που εκνευρίζεται, που πειράζεται εύκολα: Πολύ τσινιάρα γυναίκα, με το παραμικρό αρπάζεται.
[τσιν(ιά `κλοτσιά΄ < τσιν(ώ) -ιά) -ιάρης]
- τσίνισμα το [tsínizma] Ο49 : η ενέργεια του τσινάω.
[τσινισ- (τσινώ) -μα]
- τσίνουρο το [tsínuro] & τσίνορο το [tsínoro] Ο41 : (σπάν.) βλεφαρίδα, ματοτσίνορο: Mακριά / γυριστά τσίνουρα.
[σύντμ. του (ματο)τσίνουρο < μάτ(ι) -ο- + τσινούρ(ι) -ο < τσινάριν ( [a > u] από επίδρ. του [n] και του [r] ) < *κυνάριον (τροπή [
> ts] πριν από [i] ) υποκορ. του ελνστ. κύναρος `είδος αγκαθιού΄ (σύγκρ. ματόκλαδα)· [u > o] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.]
- τσιντσιλά το [tsintsilá] Ο (άκλ.) : 1. μικρό θηλαστικό της τάξης των τρωκτικών που ζει στη N. Aμερική και που εκτρέφεται για την απαλή γκρίζα γούνα του. 2. η γούνα του παραπάνω ζώου: Παλτό / ζακέτα / γιακάς από ~. || (ως επίθ.) για κτ. που είναι φτιαγμένο από τη γούνα αυτή: Φορούσε μια γούνα / μια ζακέτα ~.
[λόγ. < αγγλ. chinchilla < ισπαν. chinchilla (από γλ. των Ινδιάνων της Aμερικής), κατά το τονικό σχ. των δανείων από τα γαλλ.]



