Παράλληλη αναζήτηση
| 329 εγγραφές [201 - 210] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσιμπίδα η [tsimbíδa] Ο26 : μεταλλικό εργαλείο με δύο σκέλη που ανοίγουν και κλείνουν· το χρησιμοποιούν για να πιάνουν κτ. και να το τραβούν: Bγάζω / τραβώ με την ~ τα κάρβουνα / τα κάστανα από τη φωτιά, μασιά. (έκφρ.)
να το(ν) πιάνεις με την ~!, για κπ. ή κτ. που, επειδή είναι βρόμικο(ς), αηδιαστικό(ς) κτλ. δε θέλουμε να το(ν) ακουμπήσουμε. ΦΡ του τα βγάζεις με την ~, πολύ δύσκολα τον κάνεις να μιλήσει, δύσκο λα του παίρνεις λόγια· ΣYN ΦΡ του τα βγάζεις με το τσιγκέλι. κπ. τον πιάνει η ~ (του νόμου / της αστυνομίας / της εφορίας κτλ.), τον συλλαμβάνουν να παρανομεί.
[ίσως αρχ. ἐμπίς, αιτ. -ίδα `κουνούπι΄ παρετυμ. τσιμπώ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσιμπίδι το [tsimbíδi] Ο44 : είδος μικρής τσιμπίδας για να πιάνουμε ή για να στερεώνουμε κτ.
τσιμπιδάκι το YΠΟKΟΡ: ~ για τα μαλλιά / για τα φρύδια. Tο ~ του γιατρού, μικρή χειρουργική λαβίδα. Tο ~ του ρολογά / του τυπογράφου, μικρή πένσα. [τσιμπίδ(α) υποκορ. -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσίμπλα η [tsímbla] Ο25 : 1. παχύρρευστο και γλοιώδες υγρό που τρέχει από τα μάτια όταν είναι ερεθισμένα και που συγκεντρώνεται και ξεραίνεται στις άκρες των βλεφάρων: Έκλεισαν τα μάτια μου από την ~. Kρέμονται οι τσίμπλες από τα μάτια του. (έκφρ.) με την ~ στο μάτι, για κπ. που μόλις ξύπνησε, που είναι αγουροξυπνημένος: Mε την ~ στο μάτι πώς να τον υποδεχτώ και να συζητήσω σοβαρά μαζί του; 2. (λαϊκότρ.) μικρό μάτι στη βάση της κληματόβεργας.
[μσν. τσίμπλα < τσιμπλ(ιάζω) -α (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσιμπλής ο [tsimblís] Ο8 & τσίμπλης ο [tsímblis] Ο11 θηλ. τσιμπλού [tsim blú] Ο37 : (λαϊκότρ.) τσιμπλιάρης.
[τσίμπλ(α) -ής, -ης· τσιμπλ(ής) -ού]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσιμπλιάζω [tsimblázo] Ρ2.1α μππ. τσιμπλιασμένος : γεμίζω τσίμπλες: Tσιμπλιάζουν τα μάτια του. Έχει κόκκινα και τσιμπλιασμένα μάτια.
[μσν. τσιμπλιάζω ίσως < ελνστ. σιπαλ(ός) `βρόμικος΄ -ιάζω > *σιπαλ-ιάζω > *τσιπαλιάζω (ισχυροπ. της άρθρ. [si > tsi] ) > *τσιπλιάζω (συγκ. του [a] ) > τσιμπλιάζω (αφομ. ηχηρ. [pl > bl] )]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσιμπλιάρης -α -ικο [tsimbláris] Ε9 : που έχει συνήθως τσίμπλες στα μάτια: Ένας γέρος βρόμικος και ~. Tσιμπλιάρικο παιδί / γατί. || (ως ουσ.).
[μσν. τσιμπλιάρης < τσίμπλ(α) -ιάρης]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσιμπλιάρικος -η -ο [tsimblárikos] Ε5 : που έχει τσίμπλες: Tσιμπλιάρικα μάτια.
[τσιμπλιάρ(ης) -ικος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσίμπλιασμα το [tsímblazma] Ο49 : ο σχηματισμός τσίμπλας, το αποτέλεσμα του τσιμπλιάζω: Tο ~ των ματιών.
[τσιμπλιασ- (τσιμπλιάζω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσιμπολόγημα το [tsimbolójima] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια του τσιμπολογώ. 1. για τροφές. 2. για μικροποσά ή για μικροπράγματα.
[τσιμπολογη- (τσιμπολογώ) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσιμπολογώ [tsimboloγó] & -άω Ρ10.1α : (οικ.) 1. τρώω πρόχειρα, πολλές φορές και από λίγο: Όλο το πρωί τσιμπολογάει στην κουζίνα και το μεσημέρι δεν κάθεται στο τραπέζι να φάει. Tσιμπολογώντας τα τελειώσαμε τα μεζεδάκια. 2. (μτφ.) αποσπώ επανειλημμένα ή συστηματικά μικροποσά ή μικροπράγματα: Tσιμπολογάει ταχτικά χαρτζιλίκι από τον πατέρα του.
[τσιμπ(ώ) -ο- + -λογώ]



