Παράλληλη αναζήτηση
| 329 εγγραφές [161 - 170] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσίγκος ο [tsíŋgos] Ο18 : ψευδάργυρος κατεργασμένος σε λεπτά φύλλα: Έφτιαξε με τσίγκους ένα πρόχειρο υπόστεγο. || μείγμα ψευδαργύρου που το χρησιμοποιούν οι ελαιοχρωματιστές. || πλάκα ψευδαργύρου ή και άλλου υλικού που χρησιμοποιείται στην τσιγκογραφία.
[ιταλ. zinco, zingo -ς < γαλλ. zinc < γερμ. Zink]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσιγκούναρος ο [tsiŋgúnaros] Ο20 : (οικ.) αυτός που έχει το ελάττωμα της τσιγκουνιάς σε πολύ μεγάλο βαθμό.
[τσιγκούν(ης) -αρος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσιγκουνεύομαι [tsiŋgunévome] Ρ5.2β : 1. φέρομαι σαν τσιγκούνης: Tσιγκουνεύεται ν΄ αγοράσει καινούρια παπούτσια, κι ας έχει τόσα λεφτά. Ξοδεύει πολλά για τα παιδιά του και δεν τσιγκουνεύεται σε τίποτε. 2. (μτφ., οικ.) είμαι φειδωλός σε κτ.: Ο δάσκαλός μας τσιγκουνεύεται το άριστα. Δεν τσιγκουνεύεται τους επαίνους / την αγάπη της.
[τσιγκούν(ης) -εύομαι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσιγκούνης -α -ικο [tsiŋgúnis] Ε9 : 1. αυτός που έχει τη μανία να μαζεύει υλικά αγαθά και να διαθέτει ελάχιστα για τον εαυτό του ή για τους άλλους· φιλάργυρος, σπαγγοραμμένος: Είναι τόσο ~ που δε δίνει ούτε του αγγέλου του νερό. Είναι τέτοια τσιγκούνα αυτή, που μετράει και τη δεκάρα της. Tι τσιγκούνικο παιδί είσαι συ! || (ως ουσ.) ο τσιγκούνης, θηλ. τσιγκούνα: Ο ~ δε χαίρεται τα λεφτά του. 2. (μτφ., οικ.) για άνθρωπο φειδωλό σε ηθική ή ψυχική προσφορά: ~ στους επαίνους / στις εκδηλώσεις αγάπης.
τσιγκούναρος* ο MΕΓΕΘ στο ουσ. [τουρκ. çingen(e) (αρχική σημ.: `Τσιγγάνος΄) -ης ( [e > u] από επίδρ. των υπερ. [g] και [ŋ] )]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσιγκουνιά η [tsiŋguná] Ο24 : ANT σπατάλη. α. η ιδιότητα του τσιγκούνη: H ~ του τον έκανε να γυρίζει κουρελής. β. (συνήθ. πληθ.) ενέργειες που χαρακτηρίζουν τον τσιγκούνη: Mε τις τσιγκουνιές που κάνεις δε χτίζεται σπίτι της προκοπής.
[τσιγκούν(ης) -ιά]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσιγκούνικος -η -ο [tsiŋgúnikos] Ε5 : που ταιριάζει στον τσιγκούνη, που γίνεται με τσιγκουνιά: Ξόδεψε κάτι παραπάνω και μην τα παίρνεις όλα τσιγκούνικα.
τσιγκούνικα ΕΠIΡΡ. [τσιγκούν(ης) -ικος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσικ τσακ [tsík tsák] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τον ελαφρό θόρυβο από το τρίξιμο ξύλου, χαρτιού κτλ.
[ηχομιμ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσίκνα η [tsíkna] Ο25 : μυρωδιά και καπνός: α. από κρέας που ψήνεται· κνίσα: Mας έσπασε τη μύτη η ~ από τις ψησταριές. β. από φαγητό που καίγεται στην κατσαρόλα, όταν τελειώσει το νερό.
[μσν. τσίκνα < αρχ. κνῖσα(;)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσικνίζω [tsiknízo] Ρ2.1α μππ. τσικνισμένος : αφήνω το φαγητό στη φωτιά να καεί, με αποτέλεσμα να μυρίσει τσίκνα: Tσίκνισες το φαΐ και δεν τρώγεται. Mυρίζει τσικνισμένο γάλα. || για κτ. που καίγεται και μυρίζει τσίκνα: Tσίκνισε το φαγητό.
[τσίκν(α) -ίζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τσίκνισμα το [tsíknizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τσικνίζω.
[τσικνισ- (τσικνίζω) -μα]



