Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσαλί
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσαλί το [tsalí] Ο43 : (οικ.) ξερό χαμόκλαδο.

[τουρκ. çalι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τσαλίμι το [tsalími] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : 1. οι δεξιοτεχνικές κινήσεις που κάνει ένας χορευτής: Xόρευε με χίλια τσαλίμια. 2. (μτφ., οικ.) καμώματα, πονηριές: Πολλά τσαλίμια μάς κάνει το κορίτσι. τσαλιμάκι το YΠΟKΟΡ: Όλο τσαλιμάκια είναι η κοπελιά.

[τουρκ. çalιm ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες