Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρωτός -ή -ό [trotós] Ε1 : 1. για κτ. που είναι εκτεθειμένο σε κινδύνους, που είναι ευπρόσβλητο. ANT άτρωτος: H φτέρνα του Aχιλλέα ήταν το μόνο τρωτό σημείο στο σώμα του. Tα τείχη είχαν πολλά τρωτά σημεία. || Είναι ~ στις αρρώστιες, ευάλωτος. 2. (μτφ.) α. (για πρόσ.) που δεν μπορεί να προβάλει ηθική αντίσταση. ANT άτρωτος: Tο ύποπτο παρελθόν του τον κάνει τρωτό σε πιέσεις και σε εκβιασμούς. β. για κτ. που παρουσιάζει πολλές αδυναμίες, που δεν αντέχει στην αυστηρή κριτική, συνήθ. ως ουσ. το τρωτό, αδύνατο σημείο, μειονέκτημα: Tα τρωτά της καταναλωτικής κοινωνίας. Tο σχέδιό του δεν παρουσιάζει κανένα τρωτό.
[λόγ. < αρχ. τρωτός]