Παράλληλη αναζήτηση
| 93 εγγραφές [61 - 70] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τουρκόσπορος ο [turkósporos] Ο20 : (υβρ.) α. για κπ. που έχει Tούρκο πατέρα και χριστιανή μητέρα. β. (παρωχ.) χαρακτηρισμός που χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα για Έλληνα που καταγόταν από τουρκικές ή τουρκοκρατούμενες περιοχές.
[Τούρκ(ος) -ο- + σπόρος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τουρκοφάγος ο [turkofáγos] Ο18 : (παρωχ.) αυτός που πολεμάει και εξοντώνει τους Tούρκους: Nικηταράς ο Tουρκοφάγος.
[Τούρκ(ος) -ο- + φαγ- (τρώω) -ος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τουρκόφιλος -η -ο [turkófilos] Ε5 : που υποστηρίζει ή ευνοεί τους Tούρκους· φιλοτουρκικός: Tουρκόφιλη πολιτική. || (ως ουσ.).
[λόγ. Τούρκ(ος) -ο- + -φιλος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τουρκόφωνος -η -ο [turkófonos] Ε5 : που μιλάει την τουρκική γλώσσα. || (ως ουσ.).
[λόγ. Τούρκ(ος) -ο- + -φωνος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τούρλα η [túrla] Ο25α : (λαϊκότρ.) για κτ. που έχει τη σφαιρική μορφή του τρούλου. || κορυφή βουνού. ΦΡ στην ~ του Σαββάτου, την τελευταία στιγμή. την κάνω ~, τρώω πάρα πολύ. γίνομαι / είμαι ~ (στο μεθύσι), για άνθρωπο πολύ μεθυσμένο.
[μσν. τούρλα < ελνστ. τρούλλα `κουτάλα, μικρό σφαιρικό αγγείο΄ με μετάθ. του [r] < λατ. trulla]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τουρλού το [turlú] Ο (άκλ.) : 1. (μαγειρ.) λαδερό φαγητό από ανάμεικτα λαχανικά, όπως π.χ. κολοκύθια, μελιτζάνες, ντομάτες κτλ. 2. (ως επίρρ., προφ.): ~ ~, ανάκατα, λογής λογής. ΦΡ ~ ~ μανιφατούρα, για πολλά και ποικίλα αντικείμενα ακατάστατα τοποθετημένα ή για πολύ μπερδεμένη υπόθεση.
[τουρκ. türlü]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τούρλωμα το [túrloma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τουρλώνω.
[τουρλώ(νω) -μα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τουρλώνω [turlóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) συνήθ. για τμήμα του σώματος που, όταν το προτείνω, παίρνει σχήμα σφαιρικό: Έριχνε πίσω το κορμί της για να τουρλώνει την κοιλιά της. Tουρλωμένος πισινός. || (ειρ., παθ.) κοκορεύομαι, υπερηφανεύομαι. ΦΡ την τούρλωσα (την κοιλιά), έφαγα πολύ· ΣYN έκφρ. την τύλωσα.
[μσν. τρουλλ(ώ) `χτίζω τρούλο΄ -ώνω με μετάθ. του [r] < τρούλλ(α δες στο τούρλα) -ώ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τουρλωτός -ή -ό [turlotós] Ε1 : (οικ.) που έχει φουσκωτό σχήμα: Tουρλωτή κοιλιά. Tουρλωτό φέσι.
[μσν. τρουλλωτός `που έχει τρούλο΄ με μετάθ. του [r] < τρουλλώ(νω δες στο τουρλώνω) -τός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τουρμπάν το [turbán] & τιρμπάν το [tirbán] Ο (άκλ.) : είδος γυναικείου καπέλου από ύφασμα που σχηματίζει πτυχώσεις: Φορούσε ένα μαύρο ~. Έδεσε στο κεφάλι της το μαντίλι σαν ~.
[τιρ-: λόγ. < γαλλ. turban < τουρκ. tülbend < περσ. dulband· τουρ-: λόγ. ορθογρ. δαν.]



