Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τιράζ το [tiráz] Ο (άκλ.) : (τυπ.) ο αριθμός των αντιτύπων που εκτυπώνεται σε μία εκτύπωση ή ανατύπωση· (πρβ. τράβηγμα3α): Οι σύγχρονες τυπογραφικές μηχανές επιτρέπουν την αύξηση του ~. H δεύτερη έκδοση είχε ~ δύο χιλιάδες αντίτυπα.
[λόγ. < γαλλ. tirage]



