Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τεμενάς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τεμενάς ο [temenás] Ο1 : βαθιά τουρκική υπόκλιση σε ένδειξη σεβασμού και χαιρετισμού. || (επέκτ., συνήθ. πληθ.) για εκδηλώσεις δουλοπρέπειας: Δε συνηθίζω να κάνω τεμενάδες στους ανωτέρους μου.

[τουρκ. temena (από τα αραβ.) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες