Παράλληλη αναζήτηση
| 7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τελειομανής -ής -ές [teliomanís] Ε10 : αυτός που επιδιώκει πάντα την τελειότητα, συχνά φτάνοντας στην υπερβολή· περφεξιονιστής1.
[λόγ. τέλει(ος) -ο- + -μανής]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τελειόμηνος -η -ο [telióminos] Ε5 : (ιατρ.) για νεογνό που έχει συμπληρώσει τους απαραίτητους μήνες κύησης: Tα νεογνά που δεν είναι τελειό μηνα τοποθετούνται συχνά σε θερμοκοιτίδα.
[λόγ. < μσν. τελειόμηνος < αρχ. τελεόμηνος με παρετυμ. επίδρ. του τέλειος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τελειοποίηση η [teliopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τελειοποιώ: H ~ των συστημάτων ασφαλείας περιόρισε τα εργατικά ατυχήμα τα. Tα καινούρια μοντέλα των αυτοκινήτων έχουν πολλές τελειοποιήσεις σε σύγκριση με τα παλαιά, βελτιώσεις·.
[λόγ. τελειοποιη- (τελειοποιώ) -σις > -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τελειοποιώ [teliopió] -ούμαι Ρ10.9 : βελτιώνω σημαντικά κτ., έτσι ώστε να πλησιάζει το τέλειο: H σύγχρονη τεχνολογία έχει τελειοποιήσει τις οικιακές ηλεκτρικές συσκευές. Πηγαίνει στην Aγγλία για να τελειοποιήσει τα αγγλικά του / για να τελειοποιηθεί στα αγγλικά. Tελειοποιημένο σύστη μα. Tελειοποιημένη μέθοδος.
[λόγ. < μσν. τελειοποιώ < τέλει(ος) -ο- + -ποιώ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τέλειος -α -ο [télios] Ε6 : 1α. (για πργ. ή αφηρ. ουσ.) που έχει γίνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, χωρίς λάθη και παραλείψεις: Tο γραπτό του μαθητή είναι τέλειο. Tο φόρεμα έχει τέλεια εφαρμογή. H οργάνωση της επιχείρησης ήταν τέλεια. Πίστευε ότι έκανε το τέλειο έγκλημα, ότι δε θα ανακάλυπταν ποτέ το δράστη. β. (για πρόσ.) που ανταποκρίνεται απόλυτα σε ένα πρότυπο, που δεν έχει ελαττώματα, αδυναμίες ή ελλείψεις· υποδειγματικός: ~ / τέλεια σύζυγος. Ένα τέλειο παιδί. Είναι ~ στη δουλειά του. Έγινε ~ μαθητής. || (μειωτ.) που συγκεντρώνει όλα τα αρνητικά στοιχεία ενός κακού προτύπου: Έγινε ένας ~ αλήτης. γ. (ως ουσ.) το τέλειο, η τελειότητα: Επιδιώκει πάντα το τέλειο. 2. απόλυτος: Tέλεια ομοιότητα. Tέλειο σκοτάδι. H καταστροφή ήταν τέλεια, ολοκληρωτική. 3. που έχει φτάσει στο τέρμα της φυσικής του εξέλιξης· ολοκληρωμένος. ANT ατελής: H τέλεια ανάπτυξη του εμβρύου συμπληρώνεται σε εννέα μήνες. Tέλεια διαμόρφωση ενός οργάνου. || (χημ.) τέλεια καύση, όταν όλη η χημική ενέργεια μετατρέπεται σε θερμική. (μαθημ.) τέλεια διαίρεση, που δεν αφήνει υπόλοιπο.
τέλεια ΕΠIΡΡ άψογα, υποδειγματικά: Δούλεψε / φέρθηκε ~. τελείως ΕΠIΡΡ εντελώς: H πόλη καταστράφηκε ~. Mου είναι ~ αδιάφο ρο τι θα κάνεις. Είναι ~ ανίκανος / ηλίθιος. [λόγ. < αρχ. τέλειος, τελείως]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τελειότητα η [teliótita] Ο28 : η ιδιότητα του τέλειου: Tον Παρθενώνα τον χαρακτηρίζει η ~ στις αναλογίες. Tο μάτι είναι όργανο θαυμαστό για την τελειότητά του. Ο άνθρωπος τείνει προς την ~.
[λόγ. < αρχ. τελειότης, αιτ. -ητα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τελειόφοιτος -η -ο [teliófitos] Ε5 : που φοιτά στην τελευταία τάξη ενός εκπαιδευτικού ιδρύματος: Tελειόφοιτοι μαθητές / σπουδαστές / φοιτητές. || (ως ουσ.) ο τελειόφοιτος, θηλ. τελειόφοιτη: ~ γυμνασίου. Εκδρομή των τελειοφοίτων.
[λόγ. < αρχ. τέλει(ος) (στη σημ.: `τελικός΄) -ο- + φοιτ(ώ) -ος]



