Combined Search
| 3,924 items total [3581 - 3590] | << First < Previous Next > Last >> |
- συσσώρευση η [sisórefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συσσωρεύω. 1. συγκέντρωση πολλών υλικών στοιχείων σε σχετικά μικρή έκταση ή σε ακατάλληλη θέση: H ~ τόσων εκθεμάτων μέσα στην αίθουσα δημιουργεί μια ασφυκτική ατμόσφαιρα. H ~ αλάτων στα οστά δημιουργεί προβλήματα υγείας. H ~ νεφών στην ατμόσφαιρα. 2α. ταυτόχρονη ύπαρξη πολλών ψυχικών καταστάσεων ή φαινομένων: H ~ των καθημερινών προβλημάτων δημιουργεί ψυχολογικά αδιέξοδα. Σκοπός του σχολείου δεν είναι απλώς η ~ γνώσεων αλλά και η αξιοποίησή τους. || παράθεση πολλών συνώνυμων λέξεων ή εκφράσεων, ή συγκέντρωση πολλών λεπτομερειών ή επαναλήψεων: Στη λεξικογραφία χρησιμοποιείται η ~, για να γίνει το λήμμα πιο πλήρες και συνάμα πιο σύντομο. H ~ δημιουργεί ύφος σε ένα λογοτεχνικό κείμενο. β. (οικον.) ~ κεφαλαίων, το σύνολο των νέων επενδύσεων σε μια χώρα ή σε μια ομάδα χωρών.
[λόγ. συσσωρεύ(ω) -σις > -ση]
- συσσωρευτής ο [sisoreftís] Ο7 : (ηλεκτρολ.) συσκευή που αποθηκεύει ενέργεια την οποία αποδίδει σε έναν επιθυμητό χρόνο: Hλεκτρικός ~, μπαταρία. Θερμικός ~, θερμοσυσσωρευτής.
[λόγ. συσσωρεύ(ω) -τής μτφρδ. γαλλ. accumulateur & αγγλ. accumulator]
- συσσωρευτικός -ή -ό [sisoreftikós] Ε1 : που προκαλείται από συσσώρευση: Συσσωρευτικές αντιδράσεις || (ψυχ.) συσσωρευτική απήχηση*.
συσσωρευτικά ΕΠIΡΡ: Ορισμένες ουσίες δρουν στον οργανισμό ~. [λόγ. συσσωρεύ(ω) -τικός]
- συσσωρεύω [sisorévo] -ομαι Ρ5.1 : 1.συγκεντρώνω πολλά αντικείμενα, ουσίες κτλ. σε μικρό σχετικά χώρο ή σε ακατάλληλη θέση: Tα βιβλία συσσωρεύονται στις αποθήκες και δεν είναι προσιτά στους αναγνώστες. Ο οργανισμός συσσωρεύει άχρηστες φαρμακευτικές ουσίες και δεν μπορεί να τις αποβάλει. 2. αυξάνω κτ., προσθέτοντας συνεχώς νέα στοιχεία σε αυτά που ήδη υπάρχουν: Οι πόλεμοι συσσωρεύουν τεράστια οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα. Οι ηλικιωμένοι διαθέτουν συσσωρευμένη πείρα πολλών ετών. Συσσωρεύονται τα πλούτη / τα χρέη.
[λόγ. < ελνστ. συσσωρεύω]
- συστάδα η [sistáδa] Ο26 : πυκνό άθροισμα, κυρίως στις χρήσεις ~ δέντρων, σύνολο από δέντρα που φύονται το ένα κοντά στο άλλο. ~ θάμνων. ~ νησιών, ομάδα γειτονικών νησιών, σύμπλεγμα.
[λόγ. < αρχ. συστάς, αιτ. -άδα]
- συστάδην [sistáδin] επίρρ. : μόνο στην έκφραση μάχη / μάχομαι εκ του ~, από κοντά, σώμα με σώμα.
[λόγ. < ελνστ. συστάδην]
- συσταλτικός -ή -ό [sistaltikós] Ε1 : α.που μπορεί να προκαλέσει συστολές. ANT διασταλτικόςα: Συσταλτικές κινήσεις. β. (νομ.) Συσταλτική ερμηνεία (ενός νόμου / διατάγματος), ερμηνεία που περιορίζει τους χώρους ισχύος του νόμου ή του διατάγματος.
[λόγ. < παθ. συνοπτ. θ. συσταλ- του αρχ. συστέλλω -τικός μτφρδ. γαλλ. contractif (πρβ. ελνστ. συσταλτικός `καταθλιπτικός΄)]
- συσταλτικότητα η [sistaltikótita] Ο28 : η ιδιότητα του συσταλτικού: H ~ των μυϊκών ινών.
[λόγ. συσταλτικ(ός) -ότης > -ότητα]
- συσταλτός -ή -ό [sistaltós] Ε1 : που έχει την ιδιότητα να συστέλλεται, να μειώνει τις διαστάσεις του, όταν δέχεται το κατάλληλο ερέθισμα ή όταν βρίσκεται κάτω από ορισμένες συνθήκες: Οι μυϊκές ίνες είναι συσταλτές.
[λόγ. συσταλ- (συστέλλω) -τός μτφρδ. γαλλ. contractile]
- σύσταση 1 η [sístasi] Ο33 : το σύνολο των στοιχείων που αποτελούν ένα σώμα και ο τρόπος με τον οποίο έχουν δομηθεί: H ~ του εδάφους / του νερού ελέγχεται στο εργαστήριο.
[λόγ. < αρχ. σύστα(σις) -ση]



