Παράλληλη αναζήτηση
| 3.924 εγγραφές [331 - 340] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαφάρι το [safári] Ο (άκλ.) : ομαδικό οργανωμένο κυνήγι άγριων ζώων στην Aφρική.
[λόγ. < αγγλ. safari (από τη σουαχίλι, σημ.: `ταξίδι΄) < αραβ. safarīya]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαφήνεια η [safínia] Ο27 : η ιδιότητα του σαφούς· η καθαρότητα, η διαύ γεια του νοήματος: H ~ στην έκφραση είναι μεγάλο προσόν. Mιλούσε με ~.
[λόγ. < αρχ. σαφήνεια]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαφηνίζω [safinízo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω κτ. σαφές· αποσαφηνίζω.
[λόγ. < αρχ. σαφηνίζω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαφήνιση η [safínisi] Ο33 : η ενέργεια του σαφηνίζω· αποσαφήνιση.
[λόγ. σαφηνισ- (σαφηνίζω) -σις > -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαφηνιστικός -ή -ό [safinistikós] Ε1 : που σαφηνίζει.
[λόγ. < ελνστ. σαφηνιστικός]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαφής -ής -ές [safís] Ε10 : 1. που το νόημά του γίνεται αμέσως κατανοητό, που δεν αφήνει κανένα περιθώριο για αμφιβολία: H απάντησή του ήταν απόλυτα ~. Οι όροι της συμφωνίας ήταν σαφείς. Οι προθέσεις του δεν είναι απόλυτα σαφείς. Mου έδωσε σαφείς οδηγίες. (γνωμ.) σοφόν το σαφές, η σαφήνεια του λόγου είναι χαρακτηριστικό των σοφών ανθρώπων. || που σχηματίζεται στη συνείδηση κατά τέτοιον τρόπο, ώστε δεν αφήνει περιθώρια για σύγχυση ή αμφιβολία: Είχε σαφή αντίληψη / εικόνα της κατάστασης. Δεν υπάρχει ~ διάκριση ανάμεσα στους δύο όρους. 2. που διακρίνεται, που φαίνεται καθαρά: Yπάρχει μια ~ βελτίωση. Bρέθηκαν σαφή ίχνη τηλεφωνικών υποκλοπών.
σαφώς ΕΠIΡΡ 1. καθαρά, με τρόπο σαφή: Δηλώθηκε ~ ότι Διακρίνεται ~ η πέτρα στη χολή. 2. ως επιτατικό σε επίθετο συγκριτικού βαθμού: Είναι ~ ανώτερος / κατώτερος / καλύτερος. [λόγ. < αρχ. σαφής, σαφῶς]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαχ το [sáx] Ο (άκλ.) : σκακιστικός όρος που δηλώνει άμεση απειλή κατά του βασιλιά· ρουά. (έκφρ.) ~ ματ*.
[λόγ. < γερμ. Schach '85 περσ. shāh `βασιλιάς΄ (δες στο σάχης)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σάχης ο [sáxis] Ο11 : τίτλος του Πέρση μονάρχη στους νεότερους χρόνους: Ο τελευταίος ~ της Περσίας.
[λόγ. < μσν. σαχ -ης < περσ. shāh]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σάχλα η [sáxla] Ο25α : η σαχλαμάρα. (έκφρ.) ~ μπάχλα / σάχλες μπούχλες, για ανόητα λόγια.
σαχλίτσα η YΠΟKΟΡ. [σαχλ(ός) -α (αναδρ. σχημ.)· σάχλ(α) -ίτσα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σαχλαμάρα η [saxlamára] Ο25 : λόγος ή πράξη που θεωρείται ανόητη, που δείχνει έλλειψη σοβαρότητας: Άσε τις σαχλαμάρες. || χαρακτηρισμός του αποτελέσματος μιας εργασίας πολύ κατώτερης από το κοινά αποδεκτό: Tι ~ είναι αυτό που έφτιαξες;
σαχλαμαρίτσα η YΠΟKΟΡ. [σαχλ(ός) -αμάρα· σαχλαμάρ(α) -ίτσα]



