Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφυρίζω [sfirízo] -ομαι Ρ2.2 : I.παράγω έναν οξύ, καθαρό και συνήθ. παρατεταμένο ήχο. 1. (για πρόσ.) παράγω ήχο εισπνέοντας και εκπνέοντας τον αέρα μέσα από την πολύ στενή σχισμή που σχηματίζουν τα σφιγμένα χείλη ή χρησιμοποιώντας ένα ηχητικό όργανο, κυρίως σφυρίχτρα: α. για να αποδώσω μια μελωδία: Περπατούσε σφυρίζοντας ένα χαρούμενο τραγούδι. β. για να καλέσω κπ. ή για να προειδοποιήσω για κτ.: Ο γυμναστής σφύριξε για να μπούμε στη σειρά. Ο διαιτητής σφύριξε πέναλτι. γ. ως έκφραση αποδοκιμασίας (ή επιδοκιμασίας σε ορισμένες χώρες): Tον σφύριξαν στην τελευταία του ομιλία / παράσταση. Tο έργο σφυρίχτηκε από τους θεατές. 2. για όργανο που παράγει συριστικό ήχο: Σφυρίζει η σει ρήνα του εργοστασίου. Σφυρίζει το τρένο, η σφυρίχτρα του τρένου. 3α. για οποιονδήποτε, παρόμοιο με το σφύριγμα, ήχο που παράγεται όταν ο αέρας περνάει με ταχύτητα, συνήθ. μέσα από στενή δίοδο ή σε επαφή με κτ.: Ο αέρας σφυρίζει. Οι σφαίρες σφύριζαν γύρω από το κεφάλι του. Σφυρίζει η βρύση, όταν κυκλοφορεί αέρας στο σωλήνα. Σφυρίζουν τα αυτιά μου, αισθάνομαι έναν οξύ βόμβο. β. για το θόρυβο που προκαλούν τα παράσιτα σε ένα ραδιοτηλεοπτικό μέσο: Σφυρίζει το ραδιόφωνο / το μεγάφωνο. II. (μτφ., οικ.) ειδοποιώ κπ. με κατάλληλο τρόπο, έτσι ώστε να μη με αντιληφθούν οι άλλοι: Kάποιος του σφύριξε ότι θα γίνει αιφνιδιαστικός έλεγχος και αυτός πήρε τα μέτρα του. (έκφρ.) μου σφυρίζουν κτ. στ΄ αυτί*.
[μσν. σφυρίζω < αρχ. συρίζω (ανάπτ. [f] ;)]