Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σφαλιαρίζω [sfalarízo] Ρ2.1α : (οικ.) χτυπώ κπ. δυνατά στο κεφάλι με το εσωτερικό μέρος της ανοιχτής παλάμης: Θα σε σφαλιαρίσω, αν συνεχίσεις να κάνεις φασαρία.
[σφαλιάρ(α) -ίζω]



