Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: σφάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σφάζω [sfázo] -ομαι Ρ2.2 : 1.α. σκοτώνω έναν άνθρωπο ή ένα ζώο κόβοντας το λαιμό του με το μαχαίρι: ~ το αρνί / την κότα. Οι αιχμάλωτοι βρέθηκαν σφαγμένοι. β. σκοτώνω χτυπώντας με μαχαίρι οποιοδήποτε μέρος του σώματος: Ο δολοφόνος έσφαξε το θύμα του με δέκα μαχαιριές. Φωνάζει σαν να τον σφάζουν, δυνατά και άγρια. γ. (οικ.) για πολύ δυνατό πόνο: Ένιωσε έναν πόνο να του σφάζει τα πλευρά. 2. (μτφ.) λέω σε κπ. κτ. πολύ προσβλητικό ή οδυνηρό· πληγώνω: Τα λόγια σου με σφάζουν. ΦΡ σφάξε με, αγά μου, ν' αγιάσω*. σφάζει με το βαμβάκι*. (λαϊκ) δε σφάξανε!, όταν κάποιος δηλώνει ότι αρνείται κατηγορηματικά να κάνει κτ. (εκφρ.) πού σε πονεί* και πού σε σφάζει.

[αρχ. σφάζω (συνήθ. για θυσία ζώου)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go