Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συχωρώ [sixoró] & -άω, -ιέμαι Ρ10.5 : 1.(οικ.) συγχωρώ: Συχώρα με, αν σε πίκρανα. (έκφρ.) Θεέ μου συχώρα με ή ο Θεός να / ας με συχωρέσει, όταν λέμε κτ. κακό για κπ.: Ο Θεός να με συχωρέσει, αλλά νομίζω ότι αυτός το έκλεψε. (έκφρ.) να συχωρεθούν τ΄ αποθαμένα* / τα πεθαμένα* σου. 2. (λαϊκότρ.) πεθαίνω, κυρίως σε παρελθόντα χρόνο: Όταν συχωρέθηκε ο πατέρας του. || (μππ.) συχωρεμένος*.
[ελνστ. συγχωρῶ με αποβ. του [ŋ] πριν από [x], αρχ. σημ.: `συναντώ, παραχωρώ΄]



