Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συνολικός -ή -ό [sinolikós] Ε1 : 1.που υπολογίζεται ως σύνολο και όχι τμηματικά ή μερικά· ολικός: ~ λογαριασμός. Συνολικό ποσό / κέρδος. Ο ~ αριθμός των θυμάτων ανέρχεται σε πολλές χιλιάδες. 2. που αναφέρεται σε όλα τα στοιχεία ενός όλου: Tο θέμα απαιτεί μια συνολική θεώρηση, σφαιρική. Έγινε μια συνολική καταγραφή των παραδοσιακών κτιρίων της Ελλάδας. || που δεν αναφέρεται στα επί μέρους, στις λεπτομέρειες: Θα γίνει πρώτα μια συνολική παρουσίαση του ζητήματος, γενική.
συνολικά ΕΠIΡΡ: 1. Tο σπίτι κόστισε ~ τριάντα εκατομμύρια. 2. Tο πρόβλημα πρέπει να αντιμετωπιστεί ~ και όχι αποσπασματικά. [λόγ. σύνολ(ον) -ικός μτφρδ. γαλλ. entier, en totalité]