Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνεπιφέρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συνεπιφέρω [sinepiféro] Ρ πρτ. και αόρ. συνεπέφερα, απαρέμφ. συνεπιφέρει : (λόγ.) προκαλώ ένα πρόσθετο αποτέλεσμα: H εμπέδωση της αστικής κυριαρχίας συνεπέφερε διόγκωση της γραφειοκρατίας πολύ μεγαλύτερη από εκείνη που ίσχυσε στην περίοδο της απολυταρχίας.

[λόγ. < αρχ. συνεπιφέρω `έχω σαν λογικό επακόλουθο΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες