Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συναποκομίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συναποκομίζω [sinapokomízo] Ρ2.1α : (λόγ.) παίρνω μαζί μου κτ.: Οι διαρρήκτες διέφυγαν συναποκομίζοντας κοσμήματα πολλών εκατομμυρίων. || (με αφηρ. ουσ.) αποκτώ, κερδίζω κτ. επιπλέον.

[λόγ. < ελνστ. συναποκομίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες