Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συναδελφώνω [sinaδelfóno] -ομαι & συναδερφώνω [sinaδerfóno] -ομαι Ρ1 : παραμερίζω την αποξένωση ή την εχθρότητα που υπάρχει ανάμεσα σε άτομα ή σε λαούς και συντελώ στη δημιουργία σχέσεων φιλίας και αγάπης: Στρατιώτες και επαναστάτες συναδελφώθηκαν. Συναδελφωμένοι όλοι οι Έλληνες ξανάχτισαν ό,τι κατέστρεψε ο εμφύλιος πόλεμος.
[λόγ. συν- αδελφώνω· προσαρμ. στη δημοτ. κατά το αδελφός > αδερφός]



