Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμπαράγω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμπαραγωγή η [simbaraγojí] Ο29 : βιομηχανικό προϊόν, κινηματογραφικό έργο ή τηλεοπτικό πρόγραμμα που γίνεται με συνεργασία δύο ή περισσότερων παραγωγών: Aεροπλάνο γαλλοαγγλικής συμπαραγωγής. H ταινία είναι ~ της ελληνικής και της ιταλικής τηλεόρασης.

[λόγ. συμ- (δες συν-) παραγωγή μτφρδ. γαλλ. coproduction (διαφ. το ελνστ. συμπαράγω `οδηγώ παράπλευρα΄)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμπαραγωγός ο [simbaraγoγós] Ο17 θηλ. συμπαραγωγός [simbaraγoγós] Ο34 : αυτός που συνεργάζεται με άλλον ή με άλλους για την παραγωγή ενός προϊόντος, ενός έργου κτλ.: ~ μιας κινηματογραφικής ταινίας.

[λόγ. συμ- (δες συν-) παραγωγός κατά το συμπαραγωγή· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες