Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: συμπίπτω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συμπίπτω [simbípto] Ρ αόρ. συνέπεσα, απαρέμφ. συμπέσει : 1.για κτ. που συμβαίνει συγχρόνως με κτ. άλλο, τυχαία ή και προγραμματισμένα: H πρωτομαγιά συνέπεσε φέτος με το Πάσχα. Aναβλήθηκε η επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχη, γιατί συνέπιπτε με την τελευταία εβδομάδα της προεκλογικής περιόδου. Tα δύο γεγονότα συμπίπτουν (χρονικά). || (απρόσ.) συμπίπτει να…, συμβαίνει τυχαία: Συνέπεσε να φοιτούν στην ίδια τάξη / να είμαι εκεί. 2α. για κτ. που ταυτίζεται τοπικά με κτ. άλλο, που το καλύπτει ακριβώς: Δύο παράλληλες ευθείες, που έχουν ένα κοινό σημείο, συμπίπτουν. β. (για αφηρ. ουσ.) ταυτίζομαι: Οι δύο έννοιες συμπίπτουν, έχουν το ίδιο νόημα. Συμπίπτουν οι αρμοδιότητες των δύο υπηρεσιών. Συμπίπτουν τα συμφέροντά τους. 3. συμφωνώ με κπ. ή με κτ.: Συμπίπτουμε στην άποψη ότι πρέπει να λάβουμε σκληρά μέτρα. Δε συμπίπτουν οι καταθέσεις των δύο μαρτύρων. Συμπίπτουν οι απόψεις / οι γνώμες μας.

[λόγ. < αρχ. συμπίπτω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go