Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συμπίλημα το [simbílima] Ο49 : πνευματικό έργο χωρίς καμιά πρωτοτυπία, που αποτελείται από παράθεση ποικίλων στοιχείων και αποσπασμάτων από ξένα συγγράμματα, χωρίς αυτά να συνδέονται οργανικά μεταξύ τους.
[λόγ. < μσν. συμπίλημα `συμπιεσμένο ανάμεικτο υλικό΄ < αρχ. συμπιλη- (συμπιλῶ) `συμπιέζω φυτικές ύλες΄ -μα]