Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συλλυπούμαι [silipúme] Ρ10.9β : εκφράζω σε κπ., γραπτά ή προφορικά, τη θλίψη μου για το πένθος του: Tον συλλυπήθηκα για το θάνατο του πατέρα του. || (ειρ.) εκφράζω σε κπ. τη δυσαρέσκειά μου για κτ. που έκανε: Σε ~ για τη συμπεριφορά σου.
[λόγ. < αρχ. συλλυποῦμαι `μετέχω στη λύπη΄ σημδ. γαλλ. présenter ses condoléances]



