Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- συζευγνύω [sizevγnío] -ομαι Ρ (συνήθ. στο αορ. θ.) αόρ. συνέζευξα, απαρέμφ. συζεύξει, παθ. αόρ. συζεύχθηκα, απαρέμφ. συζευχθεί, μππ. συζευγμένος : (λόγ.) 1. συνδέω, ενώνω δύο πράγματα, σε παράλληλη γραμ μή. 2. (παθ.) παντρεύομαι: Είμαι συζευγμένος.
[λόγ. < αρχ. συζεύγνυμι κατά το ζεύγνυμι > ζευγνύω]



