Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συζευγνύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
συζευγνύω [sizevγnío] -ομαι Ρ (συνήθ. στο αορ. θ.) αόρ. συνέζευξα, απαρέμφ. συζεύξει, παθ. αόρ. συζεύχθηκα, απαρέμφ. συζευχθεί, μππ. συζευγμένος : (λόγ.) 1. συνδέω, ενώνω δύο πράγματα, σε παράλληλη γραμ μή. 2. (παθ.) παντρεύομαι: Είμαι συζευγμένος.

[λόγ. < αρχ. συζεύγνυμι κατά το ζεύγνυμι > ζευγνύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες