Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στυπώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στυπώνω [stipóno] Ρ1α : στεγνώνω με στυπόχαρτο νωπή μελάνη σε χειρόγραφα κείμενα.

[λόγ. στυπ(όχαρτον) -ώ > -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες